kindred$42437$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

kindred$42437$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
The Kindred; Kindred (disambiguation); Kindred (album); The Kindred (film)

kindred      
adj. συγγενικός

Ορισμός

kindred
I. n.
1.
Relationship, affinity, consanguinity.
2.
Relations, relatives, kin, kinsfolk, kinsmen, kith and kin.
II. a.
Related, cognate, allied, kin, akin, of the same kind, of the same nature, of the same family.

Βικιπαίδεια

Kindred

Kindred is one's family and relations by kinship. It may also refer to: